leaking$43791$ - translation to ιταλικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

leaking$43791$ - translation to ιταλικό

PROCESS OF FLUID ESCAPING CONTAINMENT
Leaked; Leaking; Leaks; Fuel leak; Fluid leak; Leakage (chemistry); Water leak
  • A technician uses an acoustic leak detector (sound amplifier) to identify the pipeline leak location
  • Water leakage

leaking      
adj. infiltrante; sgocciolante

Ορισμός

leak
I. n.
1.
Fissure (letting a liquid in or out), chink, crevice, hole.
2.
Leaking, leakage, percolation.
II. v. a.
1.
Percolate, leak in or out, ooze, pass slowly.
2.
Let in (water or other liquid), take water, etc.

Βικιπαίδεια

Leak

A leak is a way (usually an opening) for fluid to escape a container or fluid-containing system, such as a tank or a ship's hull, through which the contents of the container can escape or outside matter can enter the container. Leaks are usually unintended and therefore undesired. The word leak usually refers to a gradual loss; a sudden loss is usually called a spill.

The matter leaking in or out can be gas, liquid, a highly viscous paste, or even a solid such as a powdered or granular solid or other solid particles.

Sometimes the word "leak" is used in a figurative sense. For example, in a news leak secret information becomes public.

According to ASTM D7053-17, water leakage is the passage of (liquid) water through a material or system designed to prevent passage of water.